θεωροῦ

θεωροῦ
θεωρέω
to be a
pres imperat mp 2nd sg (attic)
θεωρέω
to be a
imperf ind mp 2nd sg (attic)
θεωρός
envoy sent to consult an oracle
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Θεώρου — Θέωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνθυσία — ἡ, Α [συνθύτης] 1. πανήγυρη, θρησκευτική συγκέντρωση 2. το αξίωμα τού συνθύτη, τού θεωρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”